φλαζολέ

φλαζολέ
Ν
μουσ.
1. πνευστό όργανο που έχει μεγάλη ομοιότητα με το φλάουτο με ράμφος·2. ορισμένοι ψηλοί φθόγγοι, με ηχόχρωμα παρόμοιο προς τού φλάουτου, που αναδίδουν το βιολί και άλλα έγχορδα όργανα, αλλ. αρμονικοί ήχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flageolet < αρχ. γαλλ. flajolet < flajol «αυλός» < λατ. flo «πνέω, φυσώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”